21 Αυγ 2010

Γνώμη Κασσάνδρες και Πολυάννες, άρθρο του Π. Τσίμα στα ΝΕΑ

Από τη μια πλευρά, οι ενθαρρυντικές (με αστερίσκους επιφυλάξεων) εκθέσεις της Κομισιόν, οι έπαινοι των παιδονόμων της τρόικας και τα καθησυχαστικά χαμόγελα αισιοδοξίας του οικονομικού επιτελείου. Από την άλλη, οι σκοτεινοί και δυσοίωνοι χρησμοί από τα «σομόν» μαντεία της διεθνούς οικονομικής ζωής.

Από τη μια, οι διαβεβαιώσεις ότι ο ασθενής ανταποκρίνεται στη θεραπεία του Μνημονίου, το έλλειμμα μειώνεται με θαυμαστή ταχύτητα και σύντομα θα επιστρέψουμε στις αγορές (που, πάντως, παραμένουν δύσπιστες). Και από την άλλη: οι πικρόχολοι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», που μας βλέπουν να βουλιάζουμε σε μια ύφεση δίχως αύριο. Το «Σπίγκελ», που μας βρίσκει χαμένους σε «ένα μείγμα φόβου, οργής και απελπισίας». Ο «Εκόνομιστ», που προβλέπει ότι το ελληνικό καλοκαίρι θα τελειώσει με πάταγο, με μια «μεγάλη κοινωνική έκρηξη». Και ο προφήτης του ολέθρου Νουριέλ Ρουμπινί, που επαναλαμβάνει, για πολλοστή φορά, ότι οι θυσίες στις οποίες υποβάλλονται οι Ελληνες είναι μάταιες και απλώς αναβάλλουν, για λίγο, το μοιραίο- την αναδιαπραγμάτευση του χρέους τους.

Ποιον να πιστέψουμε;
Τους δικούς μας, που μας βεβαιώνουν ότι αρκεί να τηρήσουμε ευλαβικά και υπομονετικά τις εκ του Μνημονίου υποχρεώσεις μας και η σωτηρία αγκαζέ με την ευτυχία μάς περιμένουν στη γωνιά του δρόμου; Ή τους άλλους, εκείνους που από την πρώτη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε, απελπισμένη ικέτις, στους ναούς των αιμοδιψών θεών της διεθνούς οικονομίας, διατύπωναν μαύρες προφητείες; Που επέμεναν πως η μείωση του ελληνικού ελλείμματος είναι έργο ακατόρθωτο, με τίμημα επαχθέστατο και με τη μοίρα του Σίσυφου (αφού, όπως υπολόγιζε ο «Εκόνομιστ», ακόμη και αν το πρόγραμμα ελέγχου των ελλειμμάτων παρ΄ ελπίδα επιτύχει πλήρως, το χρέος, ως ποσοστό ενός συρρικνωμένου ΑΕΠ θα είναι, όταν το πρόγραμμα του ΔΝΤ ολοκληρωθεί, πολύ μεγαλύτερο από ό,τι ήταν πριν η χώρα τεθεί υπό την εποπτεία του Ταμείου, περί το 150%) και πως, στο μεταξύ, μια άγρια κοινωνική εξέγερση θα έχει καταλύσει κάθε ίχνος πολιτικής νομιμοποίησης σε μια χώρα με παράδοση ανυπακοής, αμάθητη στις σκληρές πειθαρχίες της δημοσιονομικής ορθοδοξίας;

Ποιον να πιστέψουμε;
Είναι η φωνή της Κασσάνδρας (η οποία, στην περίπτωσή μας ομιλεί την αγγλική, ομνύει πίστη στον οικονομικό φιλελευθερισμό, έστω και αν στις προβλέψεις της συμφωνεί με τη ριζοσπαστική Αριστερά) φωνή ρεαλισμού; Ή προϊόν της ιδεοληψίας των οπαδών της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αν όχι και έκφραση μεγάλων συμφερόντων που εύχονται το τέλος του ευρώ και χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως βολικό μέσο κατεδάφισής του;

Και οι καθ΄ ημάς χαρωπές Πολυάννες, που μας βεβαιώνουν ότι όλα πάνε καλά, αρκεί να συνεχίσουμε να παίρνουμε αδιαμαρτύρητα το πικρό μας φάρμακο, θύουν σε μιαν ελλείπουσα εθνική αυτοπεποίθηση; Ή, απλώς, ακολουθούν την παράδοξη πίστη των ανθρώπων της οικονομίας πως αν επαναλαμβάνεις κάτι θα γίνει κι αν το ξορκίζεις θα το αποφύγεις - όπως ο ρεπουμπλικανός πρόεδρος Κούλιτζ που βεβαίωνε, λίγους μήνες πριν από το μεγάλο κραχ του 1929, ότι η Αμερική έχει εμπρός της χρόνια ανέφελης ευημερίας και, 24ωρα πριν σκάσει η φούσκα της Γουόλ Στριτ, ότι οι τιμές των μετοχών είναι απολύτως λογικές ή όπως ο δικός μας, ο Καραμανλής, που μας βεβαίωνε ότι η οικονομία μας είναι «θωρακισμένη», όταν το τρένο είχε ήδη εκτροχιαστεί;

Από ιδιοσυγκρασία, ιδεολογική προκατάληψη ή πολιτική προδιάθεση μπορεί κανείς να επιλέξει όποιαν εκδοχή του ταιριάζει, να δει το μέλλον από την οπτική γωνία της Κασσάνδρας ή της Πολυάννας. Αλλά, κατά βάθος, όλοι ξέρουμε καλά ότι οι προφητείες δεν έχουν νόημα, ότι η μοίρα μας δεν είναι γραμμένη σε κάποιο φλιτζάνι του καφέ, όπου πρέπει ο πιο επιτήδειος να τη διαβάσει, κι ότι η εξέλιξη της ελληνικής κρίσης δεν είναι τεχνικό ζήτημα, που αποτυπώνεται ξερά σε καμπύλες και προβολές στοιχείων. Οτι όλα θα κριθούν από το κατά πόσο, πέρα από τη λογιστική των περικοπών, θα βρεθεί ένας στόχος που να κινητοποιεί, ένα σχέδιο να πείθει, μια ελπίδα να παρακινεί. Και, δυστυχώς, προς το παρόν, μας λείπουν και τα τρία: και ο στόχος και το σχέδιο και η ελπίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: