20 Ιαν 2010

Η Ευρωζώνη έχει «Κέντρο» και «Περιφέρεια»

Άλλο οι κεντροευρωπαϊκές χώρες και άλλο οι χώρες του «νότου». Παλιές αναλύσεις που ξανάρχονται στην επικαιρότητα με αφορμή την παγκόσμια κρίση και τις επιπτώσεις της. Δυσμενείς είναι οι προβλέψεις των διεθνών αναλυτών για τις προοπτικές των χωρών του νότου (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα). Συγκεκριμένα υπάρχει ο κίνδυνος να βυθιστούν σε μακροχρόνια ύφεση για δύο λόγους :
Από τη μια, η «σφιχτή» δημοσιονομική πολιτική μέχρι το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος να φτάσουν σε επιτρεπτά από το Σύμφωνο Σταθερότητας επίπεδα. Για να το πετύχει αυτό το κράτος θα αφαιρεί μέσω φόρων περισσότερο εισόδημα από την οικονομία από όσο θα επιστρέφει με δαπάνες, εφόσον θα πληρώνει τόκους και χρεολύσια.
Από την άλλη, η μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας (με διαρκώς μεγαλύτερο πληθωρισμό και υψηλότερες αυξήσεις μισθών από την υπόλοιπη ευρωζώνη τα αγαθά και οι υπηρεσίες μας έγιναν ακριβότερα), που θα αδυνατούμε να ανακτήσουμε με το ισχυρό ευρώ.

Η ευθύνη από πολλούς αναλυτές αποδίδεται κατά μεγάλο μέρος στον τρόπο λειτουργίας της νομισματικής ένωσης, και πιο συγκεκριμένα στην ισχυρότερη οικονομία της, τη Γερμανική : ο «νότος» της ευρωζώνης δεν θα αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες και αυξανόμενο κόστος στον δανεισμό του, αν η δημοσιονομική πολιτική ήταν ενιαία, με έναν ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που θα ανακατένειμε τους πόρους υπέρ των φτωχότερων ή, τουλάχιστον, αν ακολουθούνταν κοινή πολιτική δανεισμού των κρατών με την έκδοση ευρω-ομολόγων, όπως προτάθηκε επανειλημμένα από την αρχή της κρίσης. Κυρίως δεν θα είχε τόσο ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο, αν η Γερμανία δεν εφάρμοζε τόσο επιθετική εξαγωγική πολιτική, συμπιέζοντας τους δικούς της μισθούς και τα εισοδήματα αντί να καταναλώνει και να εισάγει περισσότερα. Τα εξωτερικά ελλείμματα της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας είναι η άλλη όψη των γερμανικών πλεονασμάτων, υποστηρίζουν οικονομολόγοι από διαφορετικές «σχολές σκέψης».
Η κρίση προκάλεσε μια ανανέωση του οράματος για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Όμως οι απαισιόδοξες προβλέψεις για ύφεση και μεγάλη ανεργία διαρκείας για τις ανταγωνιστικά ασθενέστερες χώρες, δείχνει τις επιπτώσεις από την υπερβολική προσήλωση στον αυτοματισμό των αγορών.

Η Ελίζα Παπαδάκη σε άρθρο της στα ΝΕΑ 20 Ιανουαρίου 2010, αναρωτιέται:«Πριν από 25 χρόνια δηλαδή γινόταν με μια υποτίμηση της δραχμής και τον συνακόλουθο πληθωρισμό να μειωθούν βάναυσα πραγματικοί μισθοί και συντάξεις, κατόπιν τα επιτόκια να ανέβουν τόσο που ο δανεισμός για τους περισσότερους να είναι αδύνατος. Και σήμερα, με το σταθερό ευρώ, αδυνατούμε οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας να διαπραγματευτούμε μισθούς, συντάξεις, τιμές, κέρδη, φόρους, δάνεια, επενδύσεις, θέσεις εργασίας, δημόσια αγαθά, για να βγούμε από την κρίση της υπερχρέωσης και να βελτιώσουμε την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας»;

Πολιτική ανακατανομής των πόρων μπορεί - και πρέπει - να ασκηθεί και στα εθνικά πλαίσια. Συλλογικά φτωχοί δεν είμαστε, έχουμε άλλωστε να λαμβάνουμε σημαντικές χρηματοδοτήσεις από τα κοινοτικά ταμεία ως το 2013. Το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης σκιαγραφεί μια πορεία. Εκτός από τις Βρυξέλλες χρειάζεται όμως να συζητηθεί αναλυτικά, αυστηρά και εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: